τριχίδια

τριχίδια
τριχίδιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… …   Dictionary of Greek

  • αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μυκορρίζια ή ριζομύκια — Βοτανικός όρος που χαρακτηρίζει τις ειδικές κοινοβιακές συμβιώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται ανάμεσα στις νεαρές ρίζες των φυτών και στις υφές (επιμήκη κυλινδρικά νήματα) των μυκήτων. Τα μ. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά κατά τα τέλη… …   Dictionary of Greek

  • μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • τριχίδιο — το / τριχίδιον, ΝΑ [τριχίς, ίδος] νεοελλ. 1. (γενικά) λεπτή τριχοειδής δομή 2. στον πληθ. τα τριχίδια ζωολ. α) οι βλεφαρίδες τής περιστοματικής βλεφαρίδωσης τών βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων β) οι τριχοειδείς προεκβολές τού κυτταροπλάσματος 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τρυχοβοθρίο — το, Ν ζωολ. 1. καθένα από τα λεπτά και ευκίνητα τριχίδια που αποτελούν ευαίσθητα αισθητήρια όργανα σε ορισμένα αραχνίδια 2. κωνικό εξόγκωμα με αισθητήρια τρίχα που βρίσκεται σε κάθε πλευρά τού εδρικού μεταμερούς τών μυριαπόδων …   Dictionary of Greek

  • κιρκέα — (Circaea). Γένος φυτών της οικογένειας των οναγριδών (δικοτυλήδονα). Το γένος αυτό αριθμεί τρία είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, των μεσημβρινών ασιατικών χωρών, της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Αμερικής. Η κ. είναι ποώδες, πολυετές φυτό, με… …   Dictionary of Greek

  • κνιδοκάμπη — Ημερόβιο λεπιδόπτερο της οικογένειας των νυμφαλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Aglais urticae. Πρόκειται για πεταλούδες με κεραμόχρωμες φτερούγες που το άνοιγμά τους φτάνει τα 5 εκ. Οι κάμπιες τους είναι κιτρινόμαυρες, με αποφύσεις σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”